- svamm
- praet. sing. indic. от svimma
Old Norse-ensk orðabók. 2013.
Old Norse-ensk orðabók. 2013.
σομφός — ή, ό / σομφός, ή, όν, ΝΑ σπογγώδης, πορώδης νεοελλ. φρ. «σομφό ξύλο» βοτ. τα εξωτερικά ζωντανά και λειτουργικά στρώματα τού δευτερογενούς ξυλώματος τών δέντρων, τα οποία επιτελούν τη λειτουργία μεταφοράς νερού και ανόργανων θρεπτικών αλάτων στο… … Dictionary of Greek
su̯em- — su̯em English meaning: to move; to swim Deutsche Übersetzung: ‘sich bewegen”, in Gmc. meist ‘schwimmen” Material: O.Ir. to senn “ pursue “ (*su̯em d ne ), verbal noun tofunn, probably to: Nor. svamla “fantasize”, svamra… … Proto-Indo-European etymological dictionary